- οἷόνπερ
- οἷόνπερ, Adv.A just as though, as it were, Pl.Ti.21a, Lg.701c,965d ; so [full] οἱονπερεί, Id.Tht.201e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οιόνπερ — οἷόνπερ, δ. γρφ. οἱονπερεί (Α) επίρρ. σαν να, οιονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἷον «όπως, καθώς» + περ, βεβαιωτικό μόριο. Ο τ. οἱονπερεί < οἷόνπερ + εἰ] … Dictionary of Greek
οἷονπερ — οἷόνπερ , οἷονπερ indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιονπερεί — οἱονπερεί (Α) (δ. γρφ.) επίρρ. βλ. οιόνπερ … Dictionary of Greek